Θλιμμένος Σεπτέμβρης: Ένας φόρος τιμής στα παιδιά του Μπεσλάν

Ήταν 1η Σεπτέμβρη του 2004, όταν ξύπνησα, όπως κι όλος ο κόσμος σε κάθε γωνιά της γης, από τις κραυγές των παιδιών του Μπεσλάν. Πρώτη μέρα στο σχολείο, κρατούντανόμηροι στα χέρια τρομοκρατών.

Ίσως ήταν το θέμα που ήθελα να καλύψω δημοσιογραφικά περισσότερο από κάθε άλλο. Τον επόμενο Σεπτέμβρη ήρθε η ώρα να συνοδεύσω τον γιο μου στη δική του πρώτη μέρα στο σχολείο. 

Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα, σκέφτηκα όταν είδα να πλησιάζει ένας άνδρας με στρατιωτικά άρβυλα και ρούχα παραλλαγής. Σκιάχτηκα! Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ένιωθα πως θα συμβεί το ίδιο, κάτι που, φυσικά, ήταν εξαιρετικά παράλογο να το σκεφτώ, πόσο μάλλον να συμβεί.

Φωτογραφίες των θυμάτων

Παιχνίδια του μυαλού… που στάθηκαν αφορμή να συνεχίσω να αναζητώ πληροφορίες, συγκεντρώνοντας ένα πλούσιο ψηφιακό υλικό. Πολύ συχνά από τότε χανόμουν ανάμεσα σε φωτογραφίες, δημοσιεύματα, μεταφράσεις… 

Ένα λάθος κλικ με οδήγησε κάποιο πρωί σ’ ένα αρχείο που αγνοούσα. Το βλέμμα μου έπεσε σε μια γκρίζα φωτογραφία που με συγκλόνισε, που με κράτησε «αιχμάλωτη» επί χρόνια. Δίχως λεζάντα. Δεν τη χρειαζόμουν, άλλωστε. Έχει τον δικό της όγκο, τη δική της δυναμική και δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τις χιλιάδες φωτογραφίες που αποτύπωσαν τις στιγμές φρίκης.

Όχι! Δεν υπάρχουν πρόσωπα σ’ αυτήν. Όταν την κοιτάζω, σβήνουν οι εικόνες και σωπαίνουν οι θόρυβοι γύρω μου. Είναι μια φωτογραφία που ουρλιάζει με τη σιωπή της. Παπούτσια! Αμέτρητα παιδικά παπούτσια ανάμεσα σε φλεγόμενα ξύλα, καρβουνιασμένα παιχνίδια, ανθρώπινα μέλη.

Παπούτσια που ακόμη καπνίζουν. Τσαλαπατημένα. Άμορφα. Σκονισμένα και ματωμένα. Μυρίζουν…

Τα παιχνίδια του μυαλού επανήλθαν, μαζί με τη ρήση του μεγάλου Αμερικανού δασκάλου φωτογραφίας και συγγραφέα Γκάρι Γουίνογκραντ: «Η φωτογραφία δεν έχει να κάνει με αυτό που φωτογραφίζεται, αλλά με το πώς φαίνεται αυτό που φωτογραφίζεται».

Πώς φαίνεται, άραγε, αυτό που φωτογραφήθηκε εκείνες τις τρεις μέρες στο σχολείο του Μπεσλάν; Πώς μπορεί να φανεί η φωτογραφία παιδιών που εκτελέστηκαν στο σχολείο τους σε όλες αυτές τις παρανοϊκές ένοπλες επιθέσεις των τελευταίων χρόνων; Μπορεί να φανεί λιγότερο ή περισσότερο φρικτή απ’ όσο είναι πραγματικά;

Στις σελίδες του βιβλίου οι αναγνώστες ακολουθούν τα ματωμένα βήματα του Αλέξανδρου, της Ροζάνας, του Γιούρι, της Ελένας… Ξυπόλυτοι περπατούν ανάμεσα σε χαλάσματα και ορφανά παπούτσια. Τους κοιτάζουν… Λίγο πιο πέρα, ο Ιβάν, η Αναστάζια και η Ζαρίνα. Τους ζητούν νερό…

Διαφορετικές προσωπικότητες, διαφορετικοί άνθρωποι, με τελείως διαφορετικές ιστορίες πίσω του ο καθένας, όπως και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές μου, που ζουν στην Αγία Πετρούπολη, τη Μόσχα και τη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσά τους κι ένας γονιός που κατάφερε να σώσει το παιδί του.

Ο πολυμήχανος και ιδιόρρυθμος αστυνομικός, που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην ιστορία. Ένα σενάριο ζωής, χωρίς αρχές και κανόνες. Με άγουρους έρωτες, μεγάλες αγάπες, προδοσίες, μυστικές υπηρεσίες. Μια πλοκή που μας εισάγει στον εφιαλτικό κόσμο της τρομοκρατίας και ακολουθεί τα χνάρια εκείνων που κρύβονται πίσω από την παγκόσμια μάστιγα της παράνομης εμπορίας και διακίνησης ανθρώπων

Κοινό στοιχείο όσων πρωταγωνιστούν στα σύγχρονα κεφάλαια της ευρωπαϊκής πραγματικότητας η τριήμερη ομηρία στο Σχολείο Νούμερο Ένα του Μπεσλάν εκείνη την όμορφη μέρα του Σεπτέμβρη του 2004, που μόλις ξεκινούσε υπέροχη…

«Ακόμα κι όταν όλα έχουν χαθεί, πάντα υπάρχει η ελπίδα κάπου εκεί έξω».
Μαρία Τσακίρη, ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ

<Πηγή>